ψυχαγωγείον

ψυχαγωγείον
τὸ, Α
βλ. ψυχαγώγιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ψυχαγώγιον — (I) και ψυχαγωγεῑον, τὸ, Α [ψυχαγωγός] τόπος όπου γινόταν επίκληση από τους μάντεις στα πνεύματα τών νεκρών, για να τούς ρωτήσουν σχετικά με όσα έχουν συμβεί ή με όσα επρόκειτο να συμβούν στο μέλλον, ψυχομαντείο, νεκρομαντείο. (II) και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”